- ποτάγορος
- ὁ, Α(δωρ. τ.) προσήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + -αγορος/ -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek